- ὑπερσοφιστής
- ὑπερσοφιστήςarch-sophistmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερσοφιστής — ὁ, Α [σοφιστής] ο πρώτος μεταξύ τών σοφιστών, ἀρχισοφιστής* … Dictionary of Greek
υπερσοφιστεύω — Α [ὑπερσοφιστής] υπερτερώ στα σοφίσματα, στις πανουργίες … Dictionary of Greek